εκγερμανισμός

εκγερμανισμός
ο германизация; онемечивание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εκγερμανισμός" в других словарях:

  • εκγερμανισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκγερμανίζω …   Dictionary of Greek

  • εκγερμάνιση — η ο εκγερμανισμός …   Dictionary of Greek

  • Βοημία — (τσέχ. Echy, γερμ. Βöhmen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 53.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, πρώην ανεξάρτητο βασίλειο, που σήμερα περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην Τσεχία (δυτική και κεντρική). Από μορφολογική άποψη, η περιοχή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»